Η Ραψάνη, η όμορφη κωμόπολη στους πρόποδες του Ολύμπου ιδρύθηκε ενδεχομένως τον 10ο μ.Χ. αιώνα από την ένωση χωριών με το όνομα Ολυμπιάδες. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανεπτυγμένη βιοτεχνία βαφής και κατασκευής υφασμάτων. Από την εποχή εκείνη σώζονται δυο αρχοντικά που θυμίζουν τον παρελθόντα πλούτο του χωριού. Η μονή των Αγίων Θεοδώρων μέσα στο ομώνυμο δάσος, είναι γεμάτη με αξιόλογες τοιχογραφίες και έχει τέμπλο του 13ου αιώνα. Το εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα βρίσκεται λίγα μέτρα έξω από το χωριό. Το χωριό πανηγυρίζει το πρώτο Σάββατο μετά τις
απόκριες και φημίζεται για τις εορταστικές εκδηλώσεις την Καθαρά Δευτέρα, με πατροπαράδοτη φασολάδα, ντόπιο κρασί και μεζέδες. Το υγιεινό κλίμα,τα άφθονα νερά και οι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις προσελκύουν αρκετούς επισκέπτες κατά τους θερινούς μήνες.
Κατά τον μύθο η Ραψάνη ήταν μια πανέμορφη και δυναμική γυναίκα της περιοχής, η οποία πρωτοστάτησε για την συνένωση των χωριών που απαρτίζανε τις Ολυμπιάδες σε μια πόλη πιο δυνατή και πιο μεγάλη.
Δύο μικρά ιστορικά στοιχεία, κατά τον βυζαντινολόγο Π. Θεοδωρίδη, επιβεβαιώνουν ότι η Ραψάνη ήταν βυζαντινός οικισμός.
Το πρώτο στοιχείο είναι η εκκλησία “Παναγία των Χαλκέων” στη Θεσσαλονίκη, που είναι αφιέρωμα του Ραψανιώτη Καπετάνιου Λαγουβαρδία.
Το δεύτερο στοιχείο, έρχεται από την Άννα Κομνηνή και αναφέρεται στα 1140, όταν ο Αλέξιος Κομνηνός εκστρατεύει κατά του Βασμούντα, που πολιορκεί τη Λάρισα, περνώντας μέσα από τη Ραψάνη.
Οι 6 νερόμυλοι της Ραψάνης που χρονολογούνται από το 12ο ως τον 13ο αιώνα, αποδεικνύουν ότι η Ραψάνη υπήρξε μια ακμάζουσα βυζαντινή πόλη με περισσότερα από 900 χρόνια ιστορία .
Κατά την Τουρκοκρατία η Ραψάνη απολάμβανε ένα είδος ανεξαρτησίας, η οποία συνέβαλε σημαντικά στην περαιτέρω ανάπτυξή της. Τον 17ο και 18ο αιώνα έφθασε στο ζενίθ της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής της ανάπτυξης, με κύριο μοχλό ανάπτυξης την αμπελουργία-οινοποιία, σηροτροφία και υφαντουργία.
Όπως μαρτυρά και ο Λ. Λεονάρδος (1836) “Ταύτην (τη Ραψάνη) περικυκλώσι καλλιερημένοι αγροί και επιμελημέναι άμπελοι με εξαίρετα σταφύλια”, ενώ η Α.Κ. Παπασταύρου, γράφει στην “Εστια” το 1892: “Τούτο οφείλεται εις την φιλοπονίαν και δραστηριότητα των κατοίκων της μεταβαλλόντων τας άγονους κλιτύας του όρους εις θαλεράς αμπέλους αίτινες παράγουσι τον κάλλιστον Ραψανιώτικο οίνον”.